- φρεᾱτώδης
- φρεᾱτ-ώδης, ες, brunnenartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φρεατώδης — ῶδες, Α [φρέαρ, ατος] όμοιος με φρέαρ … Dictionary of Greek
φρεατῶδες — φρεατώδης like a well masc/fem voc sg φρεατώδης like a well neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρυγμα — Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η… … Dictionary of Greek